-
1 συνεπιστρέφω
A turn at the same time, :—[voice] Pass.,- ομένου τοῦ ἄξονος Heliod.
ap. Orib.49.9.27; of one being massaged, Gal.6.177.2 help to make attentive, Plu.Num.14; πρὸς ἑαυτοὺς τὸν ἀκροατήν turn towards them also, Id.2.542c, etc.II twist together like strands, Pl.Ti. 84d:—[voice] Pass., πρὸς ἓν τέλος συνεπιστρέφεσθαι τοῖς ἤθεσιν to be intertwined in their characters with a view to.., Plu. Comp.Lyc.Num.4.III intr., turn jointly towards,πρὸς ἀλλήλας Id.Num.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεπιστρέφω
См. также в других словарях:
συνεπιστρέφω — Α [ἐπιστρέφω] 1. περιστρέφω κάτι μαζί με κάποιον άλλο («τὴν μὲν Κλωθὼ τῇ δεξιᾷ χειρὶ ἐφαπτομένην συνεπιστρέφειν τοῡ ἀτράκτου τὴν περιφοράν», Πλάτ.) 2. στρέφω επίσης την προσοχή κάποιου σε κάτι, τόν καθιστώ προσεκτικό («συνοικειοῡν καὶ… … Dictionary of Greek